- οδμήεις
- ὀδμήεις, -εσσα, -εν (Α)αυτός που αναδίδει δυσοσμία, δύσοσμος, δυσώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδμή, παλαιότ. επικ. τ. τής λ. ὀσμή + κατάλ. -ήεις (πρβλ. μορφ-ήεις, μυρ-ήεις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀδμήεις — giving out a smell masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek